- χαλκόνες
- οι, Ν(βιοχ.) γενική ονομασία ομάδας κίτρινων χρωστικών τών ανθέων τών φυτών, λ.χ. τής ντάλιας, τού γαρίφαλου, τού σπάρτου, που ανήκει στα φλαβονοειδή και περιλαμβάνει παράγωγα τής βενζυλιδενακετοφαινόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chalcones].
Dictionary of Greek. 2013.